- πετράς
- ο каменотёс; рабочий каменоломни
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετράς — fourth day fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετράς — Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 30), στην πρώην επαρχία Σητείας, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σητείας. * * * (I) ἡ, Α (βοιωτ. τ.) βλ. τετράς. (II) ο, Ν [πέτρα] 1. αυτός που κόβει πέτρες σε λατομείο, ο λατόμος 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
Πέτρας — Πέτρᾱς , Πέτρη rock fem acc pl Πέτρᾱς , Πέτρη rock fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρας — πέτρᾱς , πέτρα rock fem acc pl πέτρᾱς , πέτρα rock fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέτρας ληστεία — Ληστεία σε βάρος χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας. Έγινε το 1926, στη θέση Πέτρα, στο δρόμο από την Πρέβεζα προς τα Γιάννενα, από τη ληστοσυμμορία των Ρετζαίων. Οι ληστές απέκλεισαν το δρόμο με ένα μεγάλο κορμό δέντρου και επιτέθηκαν με… … Dictionary of Greek
Πέτρας, μάχη της- — Η τελευταία μάχη της Επανάστασης του 1821 (12 Σεπτεμβρίου 1829). Μετά την κήρυξη του ρωσοτουρκικού πόλεμου, η Τουρκία διέταξε τον στρατό της, που βρισκόταν στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και στην Εύβοια, να συγκεντρωθεί στη Θράκη για να τον… … Dictionary of Greek
Σιδηρόφρων τε κἄκ πέτρας εἰργάσμενος. — См. Железная воля … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Σίμωνος Πέτρας, μονή της — Βλ. λ. Άγιον Όρος … Dictionary of Greek
πετρά — πετράς fourth day fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετράσι — πετράς fourth day fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek